- εύσοος
- εὔσοος, -ον (Α)βλ. εύσους.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὔσοα — εὔσοος safe and well neut nom/voc/acc pl εὔσους neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔσοοι — εὔσοος safe and well masc/fem nom/voc pl εὔσους masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εύσους — εὔσους, ουν και εὔσοος, ον (Α) ασφαλής, ευτυχισμένος («εὔσοα τέκνα», Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σους (< σοος < σώος), πρβλ. λαο σόος, πολι σόος] … Dictionary of Greek
εύσως — εὔσως, ων (Α) ο εύσοος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σως (< σόος, ιων. τ. τού σώος] … Dictionary of Greek